- προτίμηση
- η / προτίμησις, -ήσεως, ΝΜΑ, δωρ. τ. προτίμασις Α [προτιμῶ]1. το να τιμά ή να εκτιμά κανείς κάποιον («πλήθους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει», Θουκ.)2. η απόδοση μεγαλύτερης σημασίας ή αξίας σε κάποιον ή σε κάτι3. φρ. «δίκαιο προτιμήσεως» — αρχαίος θεσμός, που διατηρήθηκε και στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο, και σύμφωνα με τον οποίο προτιμώνται ως αγοραστές οι γείτονες ή οι συγγενείς ενός προσώπου που ήθελε να πουλήσει ένα ακίνητό τουνεοελλ.1. ιδιαίτερη επιθυμία, κλίση2. μεροληψία, εύνοια3. φρ. (οικον.) α) «προτίμηση καταναλωτή» — η τάση τού καταναλωτή να προτιμά την κατανάλωση ορισμένων αγαθών και υπηρεσιών και, κατ' επέκταση, η κλίμακα που δείχνει αυτή η προτίμησηβ) «προτίμηση ρευστότητας» — όρος που υποδηλώνει την επιθυμία τών ανθρώπων να διατηρούν στην κατοχή τους ρευστό διαθέσιμο χρήμαγ) «προτίμηση χρόνου» — μικροοικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία ορισμένα άτομα προτιμούν την παρούσα κατανάλωση αγαθών ή υπηρεσιών ενώ άλλα αναβάλλουν την κατανάλωση για το μέλλοναρχ.φρ. «τὸ κατὰ προτίμησιν λεγόμενον» ἤ «τὸ κατὰ προτίμησιν σχῆμα» — ρητορικό σχήμα κατά το οποίο τα μέρη ενός λόγου κατατάσσονται βαθμηδόν με πρόταξη τού σπουδαιοτέρου.
Dictionary of Greek. 2013.